- μαψυλακας
- μαψυλάκαςμαψ-ῠλάκας-ου adj. (эол. acc. f μαψυλάκαν или μαψυλάκταν) лающий на ветер, впустую брешущий Pind.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μαψυλάκας — μαψυλάκας, ὁ, θηλ. μαψυλάκα (Α) 1. (για σκύλους) αυτός που γαβγίζει μάταια 2. (για ανθρώπους) αυτός που επαναλαμβάνει συνεχώς το ίδιο πράγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + ὑλακή (< ὑλῶ «γαβγίζω»), σύνθετο τού τύπου τερψίμβροτος] … Dictionary of Greek
μαψυλάκας — μαψυλάκᾱς , μαψυλάκας idly barking masc acc pl μαψυλάκᾱς , μαψυλάκας idly barking masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαψυλάκαν — μαψυλάκᾱν , μαψυλάκας idly barking masc acc sg (epic doric aeolic) μαψυλάκας idly barking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)